έλεος

έλεος
το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος)
η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα
II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
1. συμπόνια, οίκτος
2. ελεημοσύνη
3. η αγάπη και η συγκατάβαση τού Θεού προς τους ανθρώπους
4. φρ. «ἐλέῳ θεοῡ» — φράση με την οποία δηλώνεται ότι η αρχιερατική εξουσία τών επισκόπων (και παλαιότερα τών μοναρχών) προέρχεται από τη χάρη τού Θεού
νεοελλ.
Ι. (ως επιφώνημα) έλεος
λυπηθείτε με, συγχωρήστε με
II. φρ.
1. «στο έλεος τού Θεού» — τελείως αβοήθητος
2. «στο έλεος κάποιου» — στην απόλυτη ή αυθαίρετη διάθεση κάποιου
3. «δεν έχει έλεος»
α) είναι αμείλικτος, πολύ σκληρός
β) δεν έχει απολύτως τίποτε, ούτε το ελάχιστο ποσό που θά 'δινε για ελεημοσύνη
4. «τα ελέη τού Θεού» — αφθονία αγαθών
5. «πήγαινε στο έλεος τού Θεού» (ευχή)
ο Θεός να σε βοηθήσει στις δυσκολίες σου
6. «αδελφή τού ελέους» — νοσοκόμα
αρχ.
πράγμα άξιο ελέους, οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *el-, η οποία εμφανίζεται σε πολλές ονοματοποιημένες λέξεις (πρβλ. ολοφυρμός*, ολολυγή*, από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας). Είναι επίσης πιθανό να έχει προέλθει από κάποιο επιφώνημα (πρβλ. ελελεύ). Η μεταβολή τού γένους τής λέξεως στη νέα Ελληνική ερμηνεύεται αναλογικά προς τη λ. πάθος (το). Τόσο η λ. έλεος όσο και η λ. οίκτος καθιερώθηκαν στην προφορική ομιλία κυρίως μέσω τής εκκλησιαστικής χρήσεως.
ΠΑΡ. ελεεινός, ελεώ
αρχ.
ελεαίρω, ελεόν.
ΣΥΝΘ. πολυέλεος
αρχ.
ανελεής, φιλέλεος
νεοελλ.
ανηλεής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἔλεος — masc nom sg Ἔλεος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλεος — pity neut nom/voc/acc sg ἔλεος pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεός — kitchen table masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεός — ο (ΑΜ ἐλεός) πτηνό τής οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι αρχ. τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας …   Dictionary of Greek

  • Ἕλεος — Ἕλος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλεος — ἕλος marsh meadow neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέω — Ἔλεος masc/neut nom/voc/acc dual Ἔλεος masc/neut gen sg (doric aeolic) Ἔλεος masc nom/voc/acc dual Ἔλεος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεῶν — ἔλεος pity neut gen pl (attic epic doric) ἐλέα reed warbler fem gen pl ἐλεάω pres part act masc voc sg ἐλεάω pres part act neut nom/voc/acc sg ἐλεάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐλεάω pres part act masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλεώτερον — Ἔλεος adverbial comp Ἔλεος masc acc comp sg Ἔλεος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”